Κυριακή 28 Μαΐου 2017




Ο Πρίγκιπας και το κλειδί του Κάστρου


    Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πρίγκιπας που ήταν πάνω σε ένα άλογο.
    Καθώς προχωρούσε, είδε από μακριά ένα κάστρο που έμοιαζε έρημο. Πλησίασε και έσπρωξε την πόρτα. Εκείνη άνοιξε και ο πρίγκιπας μπήκε στην αυλή. 

Σχετική εικόνα
Ξαφνικά καθώς περπατούσε σκόνταψε σε ένα μεγάλο κλειδί που ήταν στην αυλή. Απόρησε πως βρέθηκε το κλειδί εκεί. Σκέφτηκε ότι από κάποιον θα έπεσε και άρχισε με το μυαλό του να ψάχνει το τι μπορεί να ανοίγει.


   Το πιο πιθανό ήταν να ανοίγει μια μεγάλη πόρτα, αφού το κλειδί ήταν πολύ μεγάλο. Άρχισε να ψάχνει από εδώ και εκεί μέσα στο κάστρο μέχρι να βρει αυτή τη μεγάλη πόρτα. Σκεφτόταν ότι για να είναι το κλειδί τόσο μεγάλο κάτι σπουδαίο κρύβεται εκεί μέσα.

    Μετά από πολλές ώρες ψαξίματος, τελικά ο πρίγκιπας έφτασε σε μια τεράστια πόρτα. Δοκίμασε να την ανοίξει με το κλειδί που κουβαλούσε τόση ώρα. Βρέθηκε μπροστά σε ένα δωμάτιο που ήταν γεμάτο με χρυσά νομίσματα.
     Ο πρίγκιπας τα έχασε. Άρχισε να μαζεύει όσα περισσότερα νομίσματα μπορούσε. Όταν γέμισε όλες τις τσέπες του και τα τσουβάλια που βρήκε, έφυγε τρέχοντας. Φόρτωσε τα τσουβάλια στο άλογο του και έφυγε μακριά. Θα έδινε τα νομίσματα αυτά σε όλους τους φτωχούς.

   Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΓΡΑΨΑΝ

 ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ



Ο ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό παιδάκι που ήθελε να πάει στο χωριό του για να δει τον παππού και την γιαγιά του.                           
Οι γονείς του όμως είχαν πολύ δουλειά και έτσι δεν είχαν χρόνο για να πάνε  το μικρό τους γιο στο χωριό που τόσο πολύ ήθελε... 


Ο μικρός μας φίλος καθόταν σκεφτικός και λυπημένος έψαχνε να βρει έναν τρόπο να πάει οπωσδήποτε να δει τον παππού και τη γιαγιά του. Καθώς  παίδευε για αρκετή ώρα το μυαλό του,θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει από έναν γέρο ναυτικό στην γειτονιά του που μιλούσε για ένα τεράστιο πουλί. 
            
Έλεγε λοιπόν ο  γέρο-ναυτικός πως αυτό το τεράστιο πουλί μπορούσε να κάνει το όνειρο κάποιου που θέλει να ταξιδέψει αληθινό.           
Το μόνο πράγμα που έπρεπε να κάνει αυτός που ήθελε να ταξιδέψει, ήταν να φωνάξει αυτό το τεράστιο πουλί με το όνομά του και αυτό θα ερχόταν αμέσως.
  Ο μικρός μας φίλος όμως είχε ξεχάσει το όνομα που είχε αυτό το παράξενο πουλί.
Εκεί που καθόταν λοιπόν ξαφνικά θυμήθηκε το όνομά και άρχισε με λαχτάρα να φωνάζει: ''Ταξιδευτηής,Ταξιδευτηής'', είναι το όνομά του .

Τότε άρχισε να ακούει από μακριά ένα φτερούγισμα δυνατό. Σε λίγα μόλις λεπτά εμφανίστηκε το τεράστιο πουλί.     
Ο μικρός μόλις είδε το τεράστιο πουλί τρόμαξε άλλα ο Ταξιδευτής τον ηρέμησε και τον ρώτησε:   Γεια σου μικρέ μου, γιατί  φοβάσαι; Εσύ δε με φώναξες;
Μάλιστα είπε ο μικρός, μαααα,δεν σε φανταζόμουν τοοοόσο μεγάλο, γι αυτό τρόμαξα. Χαχαχα, έκανε ο ταξιδευτής και χάιδεψε με την φτερούγα του τον μικρό μας φίλο.Μην φοβάσαι του λέει, ανέβα στην πλάτη μου, κρατήσου γερά και φυγαμεεεεέ.....       
 Πετάξανε ψηλά, πάνω από  ποτάμια, πάνω από θάλασσες και ψηλά στον ουρανό.                                                    
Ύστερα από λίγα λεπτά έφτασαν στο χωριό του μικρού μας  φίλου ο οποίος έβλεπε πρώτη φορά το χωριό του από ψηλά.   

 Ο Ταξιδευτής προσγειώθηκε σιγά σιγά στο έδαφος και έσκυψε για να κατεβεί ο μικρός ταξιδιώτης ,ο οποίος έτρεξε κατευθείαν στο σπίτι του παππού και της  γιαγιάς που τόσο αγαπάει.

     Ο παππούς και η γιαγιά ξαφνιάστηκαν αλλά και χάρηκαν που είδαν ύστερα από καιρό τον μικρό τους εγγονό. Όταν τον ρώτησαν πως έφτασε μέχρι εκεί, τους είπε για τον φίλο του πλέον, τον Ταξιδευτή.

    Αφού ευχαρίστησαν τον νέο φίλο του εγγονού τους  τον κάλεσαν και αυτόν μέσα στο σπίτι να τον κεράσουν ότι ήθελε .Ο μικρός ήταν τόσο πολύ χαρούμενος που είχε πάει να δει τον παππού και την γιαγιά του, που δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Έπρεπε να γυρίσει πίσω στο σπίτι γιατί οι γονείς του ανησυχούσαν.
                                                                               
   Αφού λοιπόν ο μικρός εγγονός αγκάλιασε και φίλησε τους παππούδες του, τους υποσχέθηκε πως τώρα που βρήκε τον φίλο του τον Ταξιδευτή, θα τους επισκέπτεται συχνά και έτσι δεν θα του λείπουν.   Έτσι πέταξε πάλι ψηλά με τον Ταξιδευτή και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.      


                                  ΤΕΛΟΣ


         


                                                                                                                





























                                                     


              ΤΟ   ΜΕΓΑΛΟ   ΦΙΝΑΛΕ

Μια μέρα τα παιδιά αποφάσισαν να παίξουν ποδόσφαιρο.

 Αποτέλεσμα εικόνας για μπαλα
Την Κυριακή που δεν είχαν σχολείο τα παιδιά τα γειτονιάς μαζεύτηκαν στο γήπεδο.

 Αποτέλεσμα εικόνας για    παιδια να παίζουν ποδόσφαιρο

Οι γονείς κάθονταν στην άκρη και περίμεναν να ξεκινήσει το παιχνίδι.

Αποτέλεσμα εικόνας για κινουμενα σχεδια  παιδια


Όταν άρχισε ο αγώνας τα παιδιά ήταν χαρούμενα και οι γονείς φώναζαν δυνατά.

 Ο Γιάννης ήταν τερματοφύλακας και ο Γιώργος ήταν αμυντικός. Ξαφνικά, ο Θωμάς που ήταν επιθετικός έτρεξε και έβαλε γκολ στον Γιάννη.


Τότε ο Γιώργος του φώναξε:

-       Τι κάνεις εκεί Γιάννη; κοιτάς το αεροπλάνο που περνάει στον ουρανό και όχι την μπάλα;


-       ΩΧ ! συγγνώμη δεν ήξερα πως θα φάμε γκολ!
-       Δεν πειράζει Γιάννη. Εδώ ήρθαμε για να διασκεδάσουμε και όχι να τσακωθούμε.
-        

Το παιχνίδι συνεχίστηκε και όλοι ήταν χαρούμενοι.



Η Άριελ και το μαγικό μπουκάλι




Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Άριελ.
    Στο σπίτι που έμενε με την μητέρα της, την έβλεπε συχνά να καθαρίζει με πολλή προσοχή ένα όμορφο και πολύχρωμο μπουκάλι. Μια μέρα αποφάσισε να τη ρωτήσει τι έχει μέσα:

     Μαμά, τι έχει μέσα αυτό το μπουκάλι;
     Άριελ, ποτέ μην το πειράξεις…..
     Γιατί μαμά; Είναι κακό;
     Όχι Άριελ! Δεν είναι κακό. Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις….
    Η Άριελ, μια μέρα που η μαμά της είχε πάει για ψώνια και ήταν μόνη της στο σπίτι βρήκε την ευκαιρία να σκαρφαλώσει και να πάρει το μπουκάλι. Τότε με μια της κίνηση το άνοιξε. Από μέσα βγήκε πολύς καπνός που πήρε τη μορφή μιας νεράιδας. Η νεράιδα έριξε σε όλο το σπίτι νεραϊδόσκονη  και έφυγε από το ανοιχτό παράθυρο. Όλα στο σπίτι μέσα φαινόντουσαν μαγικά.

    Προτού καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η μητέρα της. Η Άριελ έπεσε τρομαγμένη στην αγκαλιά της. Η μητέρα της αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί και την καθησύχασε λέγοντάς της ότι παρόλο που δεν υπάκουσε τις συμβουλές της, δεν προκάλεσε κακό.
   Η Άριελ με δάκρυα στα μάτια ζήτησε συγγνώμη και υποσχέθηκε στη μαμά της ότι θα κάνει ότι ακριβώς της λέει.

   Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!